αγγειεκτασία

αγγειεκτασία
η мед. расширение сосудов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγγειεκτασία" в других словарях:

  • αγγειεκτασία — Παθολογική διάταση οποιουδήποτε αγγείου του κυκλοφορικού συστήματος. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται για βλάβες που έχουν δική τους ονομασία, όπως κιρσός, ανεύρυσμα, αγγειακή συμφόρηση κ.ά …   Dictionary of Greek

  • αγγειεκτασικός — ή, ό ο σχετικός με την αγγειεκτασία* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»